προιοῦσαν

προιοῦσαν
προιοῦσαν , πρόειμι 1
ibo go forward
pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
προιοῦσαν , πρόειμι 2
sum to be before
pres part act fem acc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεθεκτός — μεθεκτός, ή, όν (ΑM) [μετέχω] 1. (για τις πλατωνικές ιδέες) α) αυτός στον οποίο μετέχει ή μπορεί να μετέχει κανείς β) αυτός που μπορεί να μεταδοθεί εύκολα, ο ευμετάδοτος (α. «δοκεῑ πᾱσα ἰδέα εἶναι μεθεκτή» β. «ο μεθεκτὸς θεός», Δαμάσκ.) 2. αυτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”